 
            Γλωσσάριο
 
              αγάλλομαι (εν. 12):χαίρομαι πολύ
αγρυπνώ (εν. 11): μένω άυπνος, δεν κοιμάμαι.
αρμονικά (εν. 15): δίχως διαφωνίες ή φασαρίες, αγαπημένα.
άσφαλτος, η (εν. 10): δρόμος στρωμένος μεπίσσα.
αφουγκράζομαι (εν. 10): ακούω με προσοχή.
 
              βυτιοφόρο, το (εν. 9): φορτηγό που μεταφέρει υγρά όπως πετρέλαιο, νερό κτλ.

 
              γραμματικός, ο (εν. 12): αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος.
 
              δείπνο, το (εν. 16): τοβραδινό φαγητό.
δροσοσταλίδα, η (εν. 16):σταγόνα δροσιάς ήβροχής πάνω στα φύλλα.

 
              εντύπωση, η (εν. 9):κάτι που σου έμεινεστο μυαλό.
 
              -
 
              -
 
              -.
 
              -
 
              καλαμάρι, το (εν. 12): μελανοδοχείο, μικρό βάζο όπου έβαζαν μελάνη για τους κοντυλοφόρους, με τους οποίους έγραφαν στα παλιά χρόνια.
 
              καλοκάγαθος, -η –ο (εν.12): γεμάτος καλοσύνη.
καλούμπα (ή καλούμα), η (εν. 16): ο σπάγκος του χαρταετού που είναι τυλιγμένος σε ένα κομμάτι ξύλου.
 
              κτίσις, η (εν. 12): η πλάση.
 
              -
 
              μουσταλευριά η (εν. 13): γλύκισμα σαν κρέμα που γίνεται από χυμό σταφυλιών (μούστο) και αλεύρι.
 
              -
 
              –
 
              -
 
              πνευματικός, -ή –ό (εν. 11): που αναφέρεται στο πνεύμα, στο μυαλό.
πραγματοποιώ (εν. 10): κάνω κάτι πραγματικότητα.
προσκέφαλο, το (εν. 12): το μαξιλάρι πάνω στο οποίο ακουμπούμε το κεφάλι μας, όταν κοιμόμαστε.
 
              -
 
              -
 
              ταξιθέτρια, η (εν. 10): υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους στο θέατρο, στο σινεμά ή σε άλλο θέαμα.
 
              υποτροφία, η (εν. 16): χρήματα που δίνει το κράτος ή ένας οργανισμός, για να σπουδάσει κάποιος.
 
              φαγώνομαι (εν. 15): μαλώνω, καβγαδίζω με κάποιον.
φουντωτός, -ή –ό (εν. 9): φουντωτή ουρά ή φουντωτά μαλλιά = με στρογγυλεμένο σχήμα και πολλές τρίχες, φουντωτό δέντρο = με πολλά φύλλα.
φυσαλίδα, η (εν. 13): φούσκα αέρα μέσα σε κάποιο υγρό, μπουρμπουλήθρα.
 
              χνάρι, το (εν. 11): πατημασιά.

 
              -
 
              -

 
 
 
 
